μελῳδικά

μελῳδικά
μελῳδικός
by means of melody
neut nom/voc/acc pl
μελῳδικά̱ , μελῳδικός
by means of melody
fem nom/voc/acc dual
μελῳδικά̱ , μελῳδικός
by means of melody
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εύμολπος — Μυθολογικό πρόσωπο. Θεωρείται ο ιδρυτής των Ελευσίνιων μυστηρίων. Σύμφωνα με τη μυθολογία, η Χιόνη, κόρη του Βορέα, θεού του ομώνυμου ανέμου, απέκτησε από τον Ποσειδώνα τον Ε. Επειδή όμως φοβήθηκε να το αποκαλύψει στον πατέρα της, πέταξε το παιδί …   Dictionary of Greek

  • μελωδώ — (ΑM μελῳδῶ, έω) [μελωδός] τραγουδώ μελωδικά μσν. ηχώ μελωδικά …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • άγια — Ονομασία πέντε οικισμών. 1. Κωμόπολη (υψόμ. 200 μ., 3.027 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αγιάς του νομού Λαρίσης. Αποτελεί έδρα του δήμου Αγιάς. H Α. είναι χτισμένη ανάμεσα στην Όσσα και το Μαυροβούνι μέσα σε πυκνή βλάστηση και άφθονα νερά. 2.… …   Dictionary of Greek

  • αηδών — Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του Πανδάρεω, γιου του Μέροπα και σύζυγος του βασιλιά Ζήθου, από τον οποίο απέκτησε τον Ίτυλο. Φθονούσε την αδελφή της Νιόβη, που είχε 6 γιους και 6 κόρες, και μια μέρα αποπειράθηκε να σκοτώσει το μεγαλύτερο αγόρι, τον… …   Dictionary of Greek

  • εμμελωδώ — ἐμμελῳδῶ ( έω) (Α) διατυπώνω κάτι μελωδικά …   Dictionary of Greek

  • εναρμόνιος — α, ο (AM ἐναρμόνιος, ον) αρμονικός, μουσικός, μελωδικός νεοελλ. μουσ. «εναρμόνιοι φθόγγοι» οι φθόγγοι που συμπίπτουν ακουστικά, δηλ. παράγουν τον ίδιο ήχο, αλλά έχουν διαφορετική ονομασία, π.χ. do δίεση και re ύφεση αρχ. 1. αυτός που συμφωνεί,… …   Dictionary of Greek

  • ευμελής — ές (ΑΜ εὐμελής, ές) μελωδικός, εύηχος, αρμονικός, γεμάτος αρμονία («εὐμελὴς μουσική», Αριστοτ.) νεοελλ. αυτός που έχει καλλίγραμμα και αρμονικά τα μέλη τού σώματος, που διαθέτει σωματική συμμετρία, ευγραμμία, πλαστικότητα αρχ. ευχάριστος,… …   Dictionary of Greek

  • ευμολπώ — εὐμολπῶ, έω (Α) [εύμολπος] τραγουδώ καλά, ψάλλω μελωδικά …   Dictionary of Greek

  • εύστομος — η, ο (ΑΜ εὔστομος, ον) ευφραδής, εύγλωττος αρχ. 1. (για ζώα και ιδιαίτερα για σκυλιά) αυτός που έχει ισχυρό στόμα («αἱ κύνες ἀπὸ τῶν προσώπων φαιδραὶ καὶ εὔστομοι», Ξεν.) 2. (για ποτήρια) με μεγάλο στόμιο 3. (για λιμάνι) αυτός που έχει μεγάλη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”